-
1 ἐπ-αυχμέω
ἐπ-αυχμέω, dürr u. trocken sein, Ζεὺς ἐπαυχμήσας, der trocknes Wetter sandte, Ggstz von ὑέτιες, Soph. frg. 470.
-
2 ἐπαυχμέω
ἐπ-αυχμέω, dürr u. trocken sein, Ζεὺς ἐπαυχμήσας, der trocknes Wetter sandte, Ggstz von ὑέτιες
См. также в других словарях:
επαυχμώ — ἐπαυχμῶ, έω (Α) προκαλώ ξηρασία, ξηραίνω («Ζεύς... ἐπαυχμήσας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αυχμώ «είμαι ξηρός»] … Dictionary of Greek